ἔκλυον

ἔκλυον
ἐκλύω
set free
imperf ind act 3rd pl (epic)
ἐκλύω
set free
imperf ind act 1st sg (epic)
ἔκλῡον , ἐκλύω
set free
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
ἔκλῡον , ἐκλύω
set free
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)
κλύω
hear
aor ind act 3rd pl
κλύω
hear
aor ind act 1st sg
κλύω
hear
imperf ind act 3rd pl
κλύω
hear
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐκλύον — ἐκλύω set free pres part act masc voc sg (epic) ἐκλύω set free pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PARODIA — de Rhapsodia nata est, uti e Tragoedia Satyra; e Comoedia mimus. Cum enim Rhapsodi intermitterent recitationem, lusûs gratiâ prodibant, qui ad animi remissonem omnia illa priora inverterent. Hos idcirco Παρῳδοὺς nominârunte quia, praeter rem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιπείθομαι — ἐπιπείθομαι (Α) 1. πείθομαι στα λόγια κάποιου («εἴ τις ἐμοὶ ἐπιπείσεται ἀνδρῶν οἴκαδ’ ἴμεν», Ομ. Ιλ.) 2. συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω («ἡμῑν δ’ αὖτ’ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ», Ομ. Οδ.) 3. έχω πεποίθηση, εμπιστοσύνη σε κάτι, εμπιστεύομαι… …   Dictionary of Greek

  • κλύω — (Α) 1. ακούω (α. «πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ , ἐπεὶ ἐξ ἐμεῡ ἔκλυες αὐτῆς», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ πω ἰδόμην, οὐδ ἔκλυον αὐδήσαντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἠέ τιν ἀγγελίην στρατοῡ ἔκλυεν ἐρχομένοιο» Ομ. Οδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι, πληροφορούμαι (α.… …   Dictionary of Greek

  • πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • όμαδος — ὅμαδος, ὁ (Α) 1. θόρυβος, βοή που προκαλείται από μεγάλο πλήθος ανθρώπων οι οποίοι έχουν συγκεντρωθεί σε έναν χώρο και μιλούν όλοι μαζί, σε αντιδιαστολή με τον ήχο που παράγεται από το βάδισμα ατόμων, οχλαγωγία 2. εύθυμο άσμα που ψάλλεται από… …   Dictionary of Greek

  • k̂leu-1, k̂leu̯ǝ- : k̂lū- —     k̂leu 1, k̂leu̯ǝ : k̂lū     English meaning: to hear     Deutsche Übersetzung: “hören” (aoristisch), also “whereof man viel hört, berũhmt, Ruhm”     Note: (extension a root k̂el );     Material: 1. O.Ind. sr̥ṇōti (*k̂l̥ neu ) “hört”, srudhí …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”